- κεδρί
- το1. μικρό κέδρο2. το ξύλο τού κέδρου3. σανίδα ή ράβδος από ξύλο κέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεδρ-ίον, υποκορ. τού κέδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek